Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων αποτελεί μια σημαίνουσας γεωπολιτικής αξίας συμφωνία που ενδέχεται να αλλάξει άρδην τα γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Πρωτίστως τονίζει την προσπάθεια του Ισραήλ να ανοίξει νέους γεωπολιτικούς διαδρόμους στην γεωγραφική και γεωπολιτική περιοχή στην οποία ευρίσκεται ενώ, παράλληλα, οριοθετεί το πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της γείτονας χώρας στον αντίποδα της προσπάθειας της Τουρκίας για επιβολή της ισχύος της στον αραβικό κόσμο.
Το Ισραήλ βρισκόταν, από της εγκαθίδρυσης του ως κράτος το 1948 απομονωμένο από την ελίτ των αραβικών κρατών στην περιοχή ενώ με κάποια εξ αυτών, ειδικά την Ιορδανία και την Αίγυπτο, είχε πολεμικές συρράξεις, ενώ μείζον ζήτημα πάντοτε αποτελούσε το παλαιστινιακό πρόβλημα, το οποίο αποτελεί, επί του προκειμένου, το κορυφαίο ζήτημα για τα αραβικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Η συμφωνία για εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων αποτελεί μια διαφορετική εξέλιξη από τις προηγούμενες προσπάθειες εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ – Ιορδανίας – Αιγύπτου, οι οποίες, σε σχέση με το γεωπολιτικό εύρος της συμφωνίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απλά εξομάλυναν τις σχέσεις των κρατών μεταξύ τους χωρίς ιδιαίτερα επωφελή στοιχεία για τα εμπλεκόμενα μέρη.
Η παρούσα συμφωνία Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων διανοίγει νέους ορίζοντες, ειδικά σε ένα γεωοικονομικό πλαίσιο, λόγω ακριβώς και της σημαντικής εμπορικής δραστηριότητας των εφτά Εμιράτων που αποτελούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ήδη από τις πρώτες στιγμές ανακοίνωσης της συμφωνίας εταιρείες δραστηριοποιούμενες εκατέρωθεν ανακοίνωσαν σημαντικές συμφωνίες και το εμπορικό μέλλον μεταξύ Ισραήλ – ΗΑΕ διαγράφεται ευοίωνο για τις επιχειρήσεις. Σε γεωπολιτικό επίπεδο η συμφωνία παραμένει ιδιαίτερης σημασίας αφού, αν και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι αυτό εναπόκειται να αποδειχθεί με πράξεις στο μέλλον, παγοποιεί προς το παρόν το πλάνο του Ισραήλ για προσάρτηση της δυτικής όχθης, γεγονός που αφορά στην Παλαιστίνη και την σταθερή αντίθεση των αραβικών κρατών περί τούτου. Τέλος, η συμφωνία, όσον αφορά στο γεωπολιτικό πλαίσιο οριοθετεί μια ανανεωμένη εξωτερική πολιτική του Ισραήλ να δημιουργήσει σχέσεις με σουνιτικά αραβικά κράτη για αντιμετώπιση του σηιτικού Ιράν, το οποίο αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή για το κράτος του Ισραήλ. Αυτό, όσον αφορά στα του οίκου μας, επενεργεί αρνητικά στην προσπάθεια της Τουρκίας να καταστεί ηγέτιδα δύναμη του αραβικού κόσμου, με τις δράσεις της στη Συρία, την Λιβύη, την στήριξη της μουσουλμανικής αδελφότητας στην Αίγυπτο, την εμπλοκή της στη Σομαλία, τις σχέσεις της με το Κατάρ και ούτω καθεξής.
Μέσω της συμφωνίας ενδυναμώνεται ταυτόχρονα ο ρόλος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στα γεωπολιτικά τεκταινόμενα της περιοχής. Η Κυπριακή Δημοκρατία συνομολόγησε από το 2007 συμφωνία για την δημιουργία επισήμων διπλωματικών σχέσεων σε πρεσβευτικό επίπεδο, γεγονός που καταδεικνύει την σημασία που αποδίδεται στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Μάλιστα, το 2016 ο Πρόεδρος Αναστασιάδης παρευρέθηκε στο εγκαίνια της Πρεσβείας των ΗΑΕ τονίζοντας πως αυτή η ενέργεια αποτελεί απόφαση ορόσημο της Κυβέρνησης των ΗΑΕ και μέσω τούτης θα ενισχυθεί η διμερής συνεργασία, γεγονός που καταδεικνύεται και από το ότι η εταιρεία DP World των Εμιράτων ανάλαβε την διαχείριση υπηρεσιών του λιμανιού Λεμεσού. Είχε προηγηθεί επίσημη επίσκεψη του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στα Εμιράτα το 2014, ενώ πιο πρόσφατα υπήρξε ανταλλαγή επισκέψεων και από τις δυο πλευρές σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών.
Η συμφωνία είναι, εν κατακλείδι, στρατηγικής σημασίας και δύναται να επιφέρει γεωπολιτικές αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή, ειδικά όσον αφορά την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και αραβικών κρατών. Στο βάθος, εάν η συμφωνία αποδειχθεί επιτυχής, ενδεχομένως να δούμε εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Ομάν, Μπαχρέιν και Σουδάν ενδεχομένως αλλά και μια ανανεωμένη εμπλοκή ακόμη και των ΗΠΑ στα τεκταινόμενα στην περιοχή. Όσον αφορά τα του οίκου μας, τονίζεται ότι στόχος μας, ως Κυπριακή Δημοκρατία, πρέπει να είναι και είναι η συνέχιση της εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούμε τα τελευταία χρόνια, πάντοτε στην βάση αρχών και ιδανικών που εκπηγάζουν από το διεθνές δίκαιο και στη βάση της διασφάλισης της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή.